πανυπέρτατος

πανυπέρτατος
-άτη, -ον, Α
1. ο ανώτατος όλων («μεγέθει πανυπέρτατος», Αριστοτ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο έσχατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ὑπέρτατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανυπέρτατος — highest of all masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατον — πανυπέρτατος highest of all masc acc sg πανυπέρτατος highest of all neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπερτάτη — πανυπέρτατος highest of all fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπερτάτην — πανυπέρτατος highest of all fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπερτάτου — πανυπέρτατος highest of all masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατα — πανυπέρτατος highest of all neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρταται — πανυπέρτατος highest of all fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατε — πανυπέρτατος highest of all masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατοι — πανυπέρτατος highest of all masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρτατ' — πανυπέρτατα , πανυπέρτατος highest of all neut nom/voc/acc pl πανυπέρτατε , πανυπέρτατος highest of all masc voc sg πανυπέρταται , πανυπέρτατος highest of all fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”